- καμαρίνι
- το(λ. ιταλ.), μικρό δωμάτιο και ειδικά καθένα από τα μικρά δωμάτια στα παρασκήνια του θεάτρου για τους ηθοποιούς: Του έδωσε αυτόγραφο στο καμαρίνι της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.